Τι επάγγελμα δηλώσατε; Α! μπράβο! Αυτό είσθε…

Συνταξιούχος πολεοδόμος οργανώνει ξεναγικές αποδράσεις , γι΄ αυτόν και τους φίλους του

Τι επάγγελμα δηλώσατε; Α! μπράβο! Αυτό είσθε…tourismo

Του Κρίτωνα Πιπέρα, προέδρου Διπλωματούχων Ξεναγών (kriton@ath.forthnet.gr)

Για μια ακόμα φορά, το θράσος περίσσεψε. Ο συνταξιούχος πολεοδόμος, οργανώνει «ξεναγικές αποδράσεις» γι” αυτόν και τους «φίλους» του.

Μετά τις,  κατά τα λεγόμενά του βέβαια, «πολύ σημαντικές και  πρωτοπόρες ξεναγήσεις, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, αποτέλεσμα πολύχρονης έρευνας» , -τις οποίες αναρωτιέμαι, ποιος άραγε πιστοποιεί-, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τούς «φίλους» του, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, το θέατρο τού Διονύσου και το Ασκληπιείο, αφού εξάντλησε εδώ και 2 χρόνια τις ξεναγήσεις σε Λαύριο, Θωρικό, Βραυρώνα και λοιπούς αρχαιολογικούς χώρους της ανατολικής Αττικής.

Επεκτείνεται η δραστηριότητα τού πολύ ενεργού αυτού συνταξιούχου. Κι επεκτείνεται, διότι οι έλεγχοι είναι ανύπαρκτοι. Κι διότι ο καθένας σ” αυτή την έρημη χώρα κάνει ό,τι τού καπνίσει. Κι είναι ό,τι δηλώσει. Και επειδή, διαχρονικά, η πολιτεία φρόντισε να υποβαθμίσει το επάγγελμα μου.

Διότι, κανείς υπεύθυνος δεν στάθηκε να δει τί ακριβώς κάνει αυτός ό έρμος ό ξεναγός. Γιατί ό ξεναγός δε βρέθηκε τυχαία στο επάγγελμα αυτό, όπως ο συνταξιούχος κυριούλης υπονοεί. Το αγάπησε το επάγγελμα αυτό, και κακά τα ψέματα, δεν είναι επάγγελμα σταδιοδρομίας. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ξεναγός θα είσαι.

Δεν περιμένεις προαγωγή, δε έχεις λιγότερο τρέξιμο όσο περνούν τα χρόνια, κρίνεσαι καθημερινά, χάνεις μέρες, μήνες χρόνια, απ την οικογένεια σου, τα παιδιά, τούς δικούς σου ανθρώπους. Περνάς τη μισή σου ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, σε ξενοδοχεία, σε πλοία, καταπίνεις χιλιόμετρα δρόμων και μίλια θαλασσών.

Κι αν πονάς σωματικά, ψυχικά, το πνίγεις, ο τουρίστας δε θέλει ν’ ακούσει τίποτα δυσάρεστο, θέλει να περάσει καλά. Και εσύ τού προσφέρεις γνώσεις, ομορφιά, ένα χαμόγελο, και την αγάπη σου γι αυτή τη χώρα. Κι όταν τελειώνει το ταξίδι, μετά από 5 μέρες, 10, 15, ή επιβράβευση σου δεν είναι μια προαγωγή, ένα καλύτερο γραφείο με θέα, είναι αυτό το βλέμμα των συνταξιδιωτών σου πια, πού σε αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια, γιατί τούς άνοιξες τη ψυχή τους και τούς έδειξες την ομορφιά και τη δύναμη πού κρύβει αυτός ό τόπος…

Στη Μ. Βρετανία ή βασίλισσα παρασημοφόρησε τη πρόεδρο των ξεναγών, για τη προσφορά τους στον τουρισμό. Στην Αυστρία, ό πρωθυπουργός ευχαριστεί δημόσια, μέσω των ΜΜΕ τούς ξεναγούς του για τη προσφορά τους στη τουριστική προβολή της χώρας. Όπως και στην Αυστραλία. Παντού.Καί εδώ;

Εμείς δε θέλουμε παράσημα, απαιτούμε όμως από τη πολιτεία να προστατεύσει τη δουλειά και το επάγγελμα μας. Γιατί ο ξεναγός είναι ή μνήμη αυτού τού τόπου πού μεταδίδεται σε όλο το κόσμο. Κι αυτό δεν αρέσει σε όλους αυτούς, πού χρόνια τώρα ξεπουλούν αυτή τη χώρα. Και λαός χωρίς μνήμη, δεν έχει μέλλον.

Καθόλου τυχαία προηγούμενες ηγεσίες τού υπουργείου Τουρισμού, αργά αλλά σταθερά, αποδόμησαν το επάγγελμα . Πρώτα κλείνουμε τις σχολές. Μετά με επιδέξιο τρόπο, παρουσιάζουμε το επάγγελμα τού ξεναγού ως «κλειστό», το διαρρέουμε στα ΜΜΕ, και όλοι πια μιλούν για το κλειστό επάγγελμα τού ξεναγού, που πρέπει να ανοίξει (κανείς δημοσιογράφος δεν ασχολήθηκε με το γεγονός ότι κανένας από τούς περιορισμούς των κλειστών επαγγελμάτων δεν ίσχυε στη περίπτωση των ξεναγών, αφού ‘όποιος είχε απολυτήριο λυκείου και καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας μπορούσε με εισαγωγικές εξετάσεις να μπει στις σχολές ξεναγών…).

Το ανοίγουμε λοιπόν, δημιουργώντας δίμηνα σεμινάρια μόνο για πτυχιούχους (αυτό σημαίνει «άνοιγμα επαγγέλματος» κατά τη γνώμη τους). Στη συνέχεια δίνουμε «προσωρινή» άδεια ξεναγού, πού ανανεώνεται βέβαια σε όποιον θέλουμε, με συνοπτικές διαδικασίες (πάνω από 35 τέτοιες άδειες μέσα σε 2 χρόνια, σε Κορεάτες, Άραβες, Ρώσους, Γάλλους, Τσέχους, Τούρκους).

Μετά δίνουμε άδεια ξεναγού σε διάφορους Βούλγαρους, Ρώσους κλπ (τα στοιχεία στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου), οι οποίοι το παίζουν πάροχοι (δηλαδή κάτοικοι άλλης χώρας πού έρχονται περιστασιακά στη χώρα για μια ξενάγηση), ενώ αποδεδειγμένα ζουν μόνιμα Ελλάδα, όμως ως πάροχοι δεν πληρώνουν φόρους στην Ελλάδα βέβαια (αλλά ούτε στη χώρα τους, μια πού είναι εγκατεστημένοι εδώ). Κάτι σάπιο αρχίζει να μυρίζει, δε νομίζετε;

Μετά κάνουμε το νόμο 710 /77 περί ξεναγών κουρελόχαρτο, δημιουργούμε κενά στη νομοθεσία, αφαιρούμε το ποινικό κομμάτι και ουσιαστικά, δηλώνουμε ανικανότητα στον έλεγχο παρανομιών, με αποτέλεσμα να πρέπει εμείς οι ίδιοι να κινητοποιούμε αστυνομία, αρχαιοφύλακες, λιμενικούς, Τουριστική Αστυνομία, να τρέχουμε εμείς ως μάρτυρες και όλα αυτά τα καλά, πού σε μια οποιαδήποτε άλλη χώρα, ή μάλλον σε οποιαδήποτε σοβαρή χώρα, θα ήταν αυτεπάγγελτα.

Κι εδώ εισέρχεται ο κυριούλης ο συνταξιούχος πολεοδόμος, ένας από τούς πολλούς παράνομους, Έλληνες και Κινέζους, Πολωνούς και Τούρκους, Ρώσους τού εναλλακτικού μασάζ στη Πάτμο, πού θεωρεί ότι οι νόμοι είναι για τους άλλους, που επειδή ή πολιτεία ή ίδια απαξίωσε το επάγγελμα τού ξεναγού, θεωρεί ότι «έλα μωρέ και σιγά, τι κάνει δηλαδή ο ξεναγός πού δε το ξέρω εγώ», αναρωτιέμαι θα σκεφτόταν το ίδιο για το επάγγελμα ενός δικηγόρου; Θα μπορούσε να πάει στην Ευελπίδων έτσι, και να δικηγορήσει; Θα μπορούσε έτσι απλά να ανοίξει ένα ιατρείο, γιατί «έκατσε και διάβασε»;

Επειδή το δικό μου το επάγγελμα δεν είναι σ’ ένα γραφείο, σ’ ένα δικαστήριο , το καθιστά αυτόματα «αναλώσιμο»; Οι δικές μου σπουδές χρόνων πάνε στο βρόντο γιατί τρέχω από αρχαιολογικό χώρο σε μουσείο και δεν είμαι στο ωραίο μου γραφείο; Αν ή πολιτεία αναγνώριζε έστω στο ελάχιστο τη προσφορά μας στο τομέα τού τουρισμού και δήλωνε το σεβασμό πού δείχνει σε άλλα επαγγέλματα, θωρακίζοντας τα δικά μου εργασιακά δικαιώματα, ως πολίτη αυτού τού κράτους, θα μπορούσε ο συνταξιούχος κυριούλης με περισσό θράσος να υποκλέπτει το επάγγελμα μου:

Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και απαιτούμε από την πολιτεία να σεβαστεί τα δικαιώματα μας και να τα θωρακίσει απέναντι στους κάθε λογής καιροσκόπους. Η φοροδιαφυγή από όλους αυτούς τούς παράνομους «δήθεν», είναι μια τεράστια πληγή στα πλευρά της ελληνικής οικονομίας, και είναι καιρός να αντιμετωπιστεί σοβαρά. Ο επαγγελματίας ξεναγός πληρώνει τούς φόρους του κι απαιτεί από το κράτος να τού προσφέρει τουλάχιστον τη προστασία τού επαγγέλματος του.